Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβιβασμός
1 εγγραφή
συμβιβασμός ο [simvivazmós] Ο17 : 1.εξομάλυνση ή άρση των διαφορών που χωρίζουν δύο άτομα ή δύο ομάδες ατόμων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις: Έκανε ένα συμβιβασμό και δέχτηκε να του παραχωρήσει το σπίτι, για ορισμένο όμως διάστημα. Δείχνει διάθεση συμβιβασμού. Δε δέχτηκε να γίνει ~ και κατέφυγε στο δικαστήριο. Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου. || Δικαστικός ~, δικονομική ενέργεια με την οποία επιτυγχάνεται ο διακανονισμός μιας αστικής, εμπορικής ή άλλης διαφοράς. 2. παραίτηση από θεμιτές διεκδικήσεις ή υποχώ ρηση από ηθικές αρχές για προσωπικό όφελος: Δεν έκανε ποτέ συμβιβασμούς στη ζωή του.

[λόγ. < ελνστ. συμβιβασμός `συμφιλίωση΄ & σημδ. γαλλ. compromis & αγγλ. compromise]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες