Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβιβάζω
1 εγγραφή
συμβιβάζω [simvivázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.βοηθώ δύο άτομα ή ομάδες ατόμων να εξομαλύνουν τις διαφορές τους, με αμοιβαίες υποχωρήσεις: Προσπάθησα να τους συμβιβάσω, για να μη διαλύσουν την εταιρεία. (έκφρ.) τα συμβιβάσαμε, συμβιβαστήκαμε, ήρθαμε σε συμφωνία. β. πετυχαίνω την ομαλή συνύπαρξη καταστάσεων ή απόψεων που είναι ή που φαίνονται αντίθετες: Kατόρθωσε να συμβιβάσει τους ρόλους της νοικοκυράς και της εργαζόμενης. Mην προσπαθείς να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα. Δε συμβιβάζεται η ιδεολογία του με τον τρόπο της ζωής του, δεν ταιριάζει. Δε συμβιβάζεται η άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος με τη δημοσιοϋ παλληλική ιδιότητα, είναι ασυμβίβαστη. (έκφρ.) ~ τα διεστώτα*. 2. (παθ.) α. κάνω με τον αντίπαλο ή τον αντίδικό μου αμοιβαίες υποχωρήσεις σε απόψεις, διεκδικήσεις κτλ. και καταλήγω σε κάποια συμφωνία: Συμβιβαστήκαμε και δεν έγινε η δίκη. Συμβιβάστηκε με την εφορία στα δύο εκατομμύρια. β. παραιτούμαι από τις προσωπικές διεκδικήσεις μου, υποχωρώ από τις θέσεις μου ή εγκαταλείπω τις ηθικές αξίες μου και δέχομαι να προσαρμοστώ σε μια υπάρχουσα κατάσταση, χάνοντας συγχρόνως την αγωνιστικότητά μου: Ξεκίνησε με πολλά όνειρα, στο τέλος όμως συμβιβάστηκε με μια θέση κατώτερου υπαλλήλου. Δε συμβιβάστηκε με το δικτατορικό καθεστώς, αλλά προτίμησε τους διωγμούς. Ήταν μια συμβιβασμένη γενιά. || (ως ουσ.) ο συμβιβασμένος. ANT ασυμβίβαστος. || αρκούμαι: Συμβιβάζομαι και με ένα μικρότερο σπίτι.

[λόγ. < αρχ. συμβιβάζω `συμφιλιώνω΄ & σημδ. αγγλ. compromise]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες