Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβεβηκός
1 εγγραφή
συμβεβηκός το [simvevikós] Ο γεν. συμβεβηκότος, πληθ. συμβεβηκότα : (φιλοσ.) το συμπτωματικό, αυτό που συμβαίνει κατά συγκυριακό ή τυχαίο τρόπο.

[λόγ. < αρχ. συμβεβηκός ουδ. μτχ. πρκ. του συμβαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες