Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβασιούχος
1 εγγραφή
συμβασιούχος -ος / -α -ο [simvasiúxos] Ε14 : συνήθ. ως ουσ., αυτός που εργάζεται, στο δημόσιο κυρίως τομέα, με σύμβαση και όχι με διορισμό.

[λόγ. σύμβασι(ς) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες