Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλογισμός
1 εγγραφή
συλλογισμός ο [silojizmós] Ο17 : λογική διαδικασία με την οποία καταλήγει κάποιος σε ένα συμπέρασμα: Kάνει έναν απλό / υποθετικό / αυθαίρετο συλλογισμό. || (λογ.) νοητική ενέργεια με την οποία από μία προκείμενη πρόταση (άμεσος συλλογισμός) ή από περισσότερες προκείμενες (έμμεσος συλλογισμός) προκύπτει ένα λογικό συμπέρασμα, σύμφωνα με τις αρχές της αντιθέσεως και του αποχρώντος λόγου: Aπλός / σύνθετος ~. Παραγωγικός / επαγωγικός / αναλογικός ~. Kατηγορικός / υποθετικός / διαζευκτικός ~. Ο ~ περιλαμβάνει τρεις προτάσεις, τη μείζονα, την ελάσσονα και το συμπέρασμα.

[λόγ. < αρχ. συλλογισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες