Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλαμβάνω
1 εγγραφή
συλλαμβάνω [silamváno] -ομαι Ρ αόρ. συνέλαβα, απαρέμφ. συλλάβει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. συνελήφθη, συνελήφθησαν, απαρέμφ. συλληφθεί : I1. ΣYN πιάνω. α. κρατώ κπ. και τον εμποδίζω να φύγει, περιορίζοντας με τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας την προσωπική του ελευθερία: H αστυνομία συνέλαβε επ΄ αυτοφώρω ένα άτομο που προσπαθούσε να κάνει διάρρηξη. Tο δικτατορικό καθεστώς συνέλαβε και φυλάκισε πολλούς πολίτες. Ο στρατός μας κατόρθωσε να συλλάβει πολλούς αιχμαλώτους. Δημοσιογράφος συνελήφθη από τρομοκρατική οργάνωση. || (έκφρ.) ~ κπ. να κάνει κτ., αντιλαμβάνομαι ότι κάνει κτ. επιλήψιμο, μεμπτό, συνήθ. πειραχτικά ή ειρωνικά: Σε ~ να λες ψέματα. Tον συνέλαβα αδιάβαστο. Πολλές φορές ~ τον εαυτό μου να είναι αφηρημένος. β. αιχμαλωτίζω άγριο ζώο. γ1. (για έμψ.) πιάνω, παίρνω κτ.: Tα πουλιά συλλαμβάνουν την τρο φή τους με το ράμφος. γ2. για κτ., συνήθ. για μηχανισμό, που δέχεται και καταγράφει κτ.: Συσκευές που συλλαμβάνουν τους υπερήχους. 2. (μτφ.) α. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Tο μικρό παιδί δεν μπορεί να συλλάβει σύνθετες έννοιες. Δεν μπορείς να συλλάβεις / δεν μπορεί να συλλάβει ο νους σου το μέγεθος της καταστροφής, είναι ασύλληπτο. Ο πνευματικός άνθρωπος συλλαμβάνει τα μηνύματα του καιρού του, πιάνει. β. σχηματίζω με το νου μου μια παράσταση: Ο γλύπτης συλλαμβάνει με τη φαντασία του το έργο, στο οποίο θα δώσει μορφή με τα χέρια του. Γνωστός πολεοδόμος συνέλαβε το σχέδιο επέκτασης της πόλης μας. II. μένω έγκυος: Γυναίκα σε ηλικία που μπορεί να συλλάβει, σε γόνιμη ηλικία. || Ένα έμβρυο συλλαμβάνεται, σχηματίζεται με τη συνένωση ωαρίου και σπερματοζωαρίου.

[λόγ. < αρχ. συλλαμβάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες