Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλαλητήριο
1 εγγραφή
συλλαλητήριο το [silalitírio] Ο40 : μαζική, οργανωμένη και κυρίως υπαίθρια συγκέντρωση διαμαρτυρίας, κατά την οποία οι πολίτες προβάλλουν αιτήματα ή απόψεις που έχουν σχέση με προβλήματα συνδικαλιστικά, πολιτικά, εθνικά ή κοινωνικά: Πανεργατικό / φοιτητικό ~.

[λόγ. < ελνστ. συλλαλη- (συλλαλῶ) `μιλώ μαζί΄ -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες