Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλαβισμός
1 εγγραφή
συλλαβισμός ο [silavizmós] Ο17 : (γραμμ.) το χώρισμα μιας λέξης σε συλλαβές, π.χ. πα-ρα-χω-ρώ: Οι κανόνες του συλλαβισμού.

[λόγ. συλλαβισ- (συλλαβίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. syllabation < syllabe < αρχ. συλλαβή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες