Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συκιά
1 εγγραφή
συκιά η [siká] Ο24 : 1.δέντρο με πλατιά καρδιόσχημα φύλλα, χωρισμένα σε λοβούς, του οποίου καρπός είναι το σύκο: Άγρια / ήμερη ~. Tο γάλα της συκιάς, λευκό, κολλώδες υγρό που βγαίνει όταν κόβονται οι βλαστοί της. 2. (μτφ., λαϊκ.) θηλυπρεπής άντρας, ομοφυλόφιλος.

[αρχ. συκ(ῆ) μεταπλ. -ιά κατά τα άλλα ον. δέντρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες