Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συκαμινιά η [sikaminá] & συκαμνιά η [sikamná] Ο24 : (λαϊκότρ.) μουριά.
[ελνστ. συκαμινέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. συκάμινος, ἡ)· συγκ. του άτ. [i] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ελνστ. συκαμινέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. συκάμινος, ἡ)· συγκ. του άτ. [i] ]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |