Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συκαμινιά
1 εγγραφή
συκαμινιά η [sikaminá] & συκαμνιά η [sikamná] Ο24 : (λαϊκότρ.) μουριά.

[ελνστ. συκαμινέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. συκάμινος, ἡ)· συγκ. του άτ. [i] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες