Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συζητήσιμος
1 εγγραφή
συζητήσιμος -η -ο [sizitísimos] Ε5 : 1α.για κτ. που μπορεί να συζητηθεί, που έχει τα θετικά στοιχεία που κάνουν σκόπιμη κάποια σκέψη ή συζήτηση για αποδοχή ή για υιοθέτησή του: H πρότασή του είναι συζητήσιμη. β. που είναι αμφισβητήσιμος: H ορθότητα των απόψεών του είναι συζητήσιμη. Tο γούστο της είναι συζητήσιμο. || Είναι συζητήσιμο αν θα προλάβω / αν θα τα καταφέρω, είναι αμφίβολο. 2. για πρόσωπο με το οποίο μπορεί κανείς να συζητήσει, να συνεννοηθεί, που δεν είναι απόλυτο στις απόψεις του ή παράλογο: Δεν είναι ~ άνθρωπος.

[λόγ. συζήτησ(ις) -ιμος μτφρδ. γαλλ. discutable (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες