Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγχωρώ
1 εγγραφή
συγχωρώ [siŋxoró] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. και συγχώρεσα, απαρέμφ. και συγχωρέσει, παθ. αόρ. και συγχωρέθηκα, απαρέμφ. και συγχωρεθεί, μππ. και συγχωρεμένος : 1.δεν τιμωρώ κπ. ή δε ζητώ να τον εκδικηθώ για κάποια παράνομη ή άδικη πράξη του, του δίνω συγγνώμη: Tον συγχώρησα για το ψέμα, γιατί μετάνιωσε και ζήτησε συγγνώμη. Συγχώρησέ με, δε θα το ξανακάνω. Ο μεγαλόψυχος συγχωρεί. Ο Θεός συγχωρεί τους αμαρτωλούς, δίνει άφεση αμαρτιών. (ευχή) να συγχωρηθεί η ψυχή του. ο Θεός ας μας συγχωρέσει. (έκφρ.) με συγχωρείς / με συγχωρείτε, για να δηλώσουμε σε κπ. τη λύπη μας για την ενόχληση ή τη δυσαρέσκεια που του προκαλέσαμε· συγγνώμη: Mε συγχωρείτε που σας διακόπτω / για την καθυστέρηση. Mε συγχωρείτε, θα μπορούσατε να με εξυπηρετήσετε; (να) με συγχωρείς, για να εκφράσουμε τη διαφωνία, την αντίρρησή μας: Nα με συγχωρείς, αλλά γιατί δε με ρώτησες; να με συγχωρεί η χάρη σου, για να εκφράσουμε την αντίρρησή μας με έντονο τρόπο. || ~ σε κπ. κτ., τον συγχω ρώ για κτ.: Δε θα του συγχωρήσω ποτέ αυτό που μου έκανε. Δε θα συγχω ρήσει στον εαυτό του ότι δε βοήθησε τους γονείς του. 2α. παραβλέπω κτ., δείχνω επιείκεια και ανοχή: Ένα δύο ορθογραφικά λάθη μπορώ να τα συγχωρήσω. Tην αμέλεια τη ~, την αδιαφορία όμως όχι. Σας παρακαλώ να μου συγχωρήσετε κάποιο συναισθηματισμό, όταν αναφέρομαι στη γενέτειρά μου. β. (παθ., συνήθ. σε αρνητ. πρότ.) επιτρέπεται, δικαιολογείται. β1. (στο γ' πρόσ.): Άγνοια νόμου δε συγχωρείται. Γραμματικά λάθη που δε συγχωρούνται, που είναι ασυγχώρητα. β2. (απρόσ.): Δε συγχωρείται να ξέρεις ότι το κάπνισμα βλάπτει και όμως να εξακολουθείς να καπνίζεις.

[λόγ. < ελνστ. συγχωρῶ, αρχ. σημ.: `συγκατατίθεμαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες