Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγχωροχάρτι το [siŋxoroxárti] & συχωροχάρτι το [sixoroxárti] Ο44 : έγγραφο της καθολικής εκκλησίας, κυρίως κατά τη μεσαιωνική περίοδο, με το οποίο αυτή έδινε άφεση αμαρτιών, συνήθ. έναντι κάποιου οικονομικού ανταλλάγματος. || (έκφρ.) δίνω σε κπ. ~, παραβλέπω, δεν καταλογίζω σε κπ. μια παρανομία, μια παρατυπία ή μια παράλειψη, δείχνοντας μια αδικαιολόγητη επιείκεια.
[συχ-: μσν. συγχωροχάρτιον < συχγωρ(ώ) -ο- + χαρτίον με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] · συγχ-: λόγ. επίδρ.]