Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγχρονιστικός
1 εγγραφή
συγχρονιστικός -ή -ό [siŋxronistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο συγχρονισμό, που συμβαίνει συγχρόνως με κτ. άλλο: Συγχρονιστικές κινήσεις. συγχρονιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. συγχρονισ- (συγχρονίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες