Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγχρονισμός
1 εγγραφή
συγχρονισμός ο [siŋxronizmós] Ο17 : ρύθμιση με την οποία επιτυγχάνεται η χρονική σύμπτωση ή η αλληλεξάρτηση της κίνησης μηχανισμών ή ατόμων: Ο ~ των ταλαντώσεων εκκρεμούς. ~ εικόνας και ήχου. Ο ~ στις κινήσεις των χορευτών ήταν άριστος.

[λόγ. < ελνστ. συγχρονισμός `χρονική συμφωνία΄ σημδ. γαλλ. synchronisation < synchrone = σύγχρονος & γαλλ. simultanéité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες