Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγχρονία
1 εγγραφή
συγχρονία η [siŋxronía] Ο25 : (γλωσσ.) το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων όπως εμφανίζονται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και σε ένα συγκεκριμένο τόπο. ANT διαχρονία.

[λόγ. < γαλλ. synchronie < synchron(e) = σύγχρον(ος) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες