Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκύριος
1 εγγραφή
συγκύριος ο [singírios] Ο19 : (νομ.) αυτός που έχει την κυριότητα ενός πράγματος μαζί με άλλους.

[λόγ. συγ- (δες συν-) κύριος μτφρδ. γαλλ. copropriétaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες