Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκυριότητα η [singiriótita] Ο28 : (νομ.) συμμετοχή στην κυριότητα ενός πράγματος: Έχει ~ στο οικόπεδο κατά 20%, συνιδιοκτησία.
[λόγ. συγκύρι(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. copropriété]