Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκυριαρχία
1 εγγραφή
συγκυριαρχία η [singiriaría] Ο25 : δικαίωμα κυριαρχίας που ασκείται σε μια χώρα ή σε μια περιοχή από δύο ή περισσότερα κράτη.

[λόγ. συγ- (δες συν-) κυριαρχία μτφρδ. αγγλ. condominium < νλατ. condominium]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες