Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκυβέρνηση η [singivérnisi] Ο33 : διακυβέρνηση ενός κράτους από δύο ή περισσότερα άτομα ή κόμματα.
[λόγ. < μσν. συγκυβέρνησις < συγκυβερνη- (συγκυβερνώ) -σις > -ση]