Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκριτικός
1 εγγραφή
συγκριτικός -ή -ό [siŋgritikós] Ε1 : που στηρίζεται στη σύγκριση ή που επιτρέπει τη σύγκριση: ~ πίνακας. Συγκριτική μέθοδος / μελέτη. Συγκριτικές τιμές. Συγκριτικά μεγέθη. (για επιστήμη που ερευνάται με τη συγκριτική μέθοδο) Συγκριτική ψυχολογία / γλωσσολογία / λογοτεχνία / γραμματολογία / μελέτη της ιστορίας Ελλάδας-Tουρκίας. Συγκριτικό δίκαιο. || (γραμμ.) ~ βαθμός επιθέτου, όταν το επίθετο φανερώνει πως ένα ουσιαστικό έχει μια ποιότητα ή μια ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό από ένα άλλο. ~ βαθμός επιρρήματος. || (ως ουσ.) το συγκριτικό, ο συγκριτικός βαθμός: Tο συγκριτικό του επιθέτου “καλός” είναι “καλύτερος” / “πιο καλός”. συγκριτικά ΕΠIΡΡ σε σύγκριση με: Σήμερα δούλεψα περισσότερο ~ με χτες. ~ (με άλλους) δεν αντιμετωπίζουμε μεγάλες δυσκο λίες.

[λόγ. < ελνστ. συγκριτικός, αρχ. σημ.: `συνδυαστικός΄ & σημδ. αγγλ. comparative]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες