Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκοπή
1 εγγραφή
συγκοπή η [siŋgopí] Ο29 : 1.(ιατρ.) η πλήρης απώλεια της συνείδησης, που οφείλεται σε προσωρινή ή οριστική παύση της λειτουργίας της καρδιάς: Θάνατος από ~ (καρδιάς). Tρόμαξα τόσο πολύ, που κόντεψε να μου ΄ρθει / να πάθω ~. 2. (γραμμ.) το φαινόμενο της αποβολής άτονου φωνήεντος που βρίσκεται ανάμεσα σε σύμφωνα (στο μέσο μιας λέξης): Tο “περιπατώ” έγινε “περπατώ” με ~ του “ι”.

[λόγ. < ελνστ. συγκοπή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες