Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκοινωνών -ούσα -ούν [singinonón] Ε12β : (λόγ.) που συγκοινωνεί, που συνδέεται με κπ. άλλο. || Συγκοινωνούντα δοχεία: α. (φυσ.) σύστημα δοχείων που συνδέονται μεταξύ τους με σωλήνες ή με ανοίγματα (και που χρησιμεύει για τη μελέτη της ισορροπίας των υγρών): H αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων. β. (μτφ.) για σύνολα ατόμων που χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν συχνά μέλη μεταξύ τους: Πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι, στις προηγούμενες εκλογές, τα κόμματα της κεντροαριστεράς λειτούργησαν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
[λόγ. μεε. του συγκοινωνώ μτφρδ. γαλλ. communicant]