Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκεκομμένος -η -ο [singekoménos] Ε3 : (γραμμ.) που έχει υποστεί συγκοπή: Tο “στάρι” είναι ~ τύπος της λέξης “σιτάρι”.
συγκεκομμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. συγκεκομμένος μππ. του συγκόπτω `κομματιάζω΄]