Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκαταλέγω
1 εγγραφή
συγκαταλέγω [siŋgataléγo] -ομαι Ρ αόρ. συγκατέλεξα, απαρέμφ. συγκαταλέξει, παθ. αόρ. συγκαταλέχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συγκατελέγη, συγκατελέγησαν, απαρέμφ. συγκαταλεγεί και συγκαταλεχθεί : κατατάσ σω, εντάσσω κπ. ή κτ. σε ένα ευρύτερο ομοειδές σύνολο: Tον συγκαταλέ γουν μεταξύ των σημαντικότερων ποιητών / πολιτικών / προσωπικοτήτων. Tα ελληνικά κρασιά συγκαταλέγονται (ανάμεσα) στα καλύτερα της Ευρώπης.

[λόγ. < ελνστ. συγκαταλέγω, αρχ. σημ.: `αναφέρω μαζί΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες