Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκαιρινός
1 εγγραφή
συγκαιρινός -ή -ό [singerinós] Ε1 : (λογοτ.) σύγχρονος.

[σύγκαιρ(ος δες στο σύγκαιρα) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες