Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκαίω [singéo] -ομαι Ρ (βλ. και καίω) παθ. αόρ. συγκάηκα, απαρέμφ. συγκαεί, μππ. συγκαμένος : προκαλώ σύγκαμα, ερεθισμό του δέρματος. || (παθ.) υφίσταμαι ερεθισμό του δέρματος από προστριβή (κυρ. ψηλά ανάμεσα στα σκέλη, στις μασχάλες κτλ.): H επιδερμίδα του μωρού είναι ευαίσθητη και συγκαίεται εύκολα.
[αρχ. συγκαίω `ζεσταίνω πολύ, ερεθί ζω μέρος του σώματος΄]