Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγγενεύω
1 εγγραφή
συγγενεύω [singenévo] Ρ5.2α : 1.έχω ή δημιουργώ συγγένεια με κπ.: Συγγενεύουμε από τις μητέρες μας. Mε το γάμο της συγγένεψε με μεγάλο σόι. Πάντρεψαν τα παιδιά τους και συγγένεψαν. 2. παρουσιάζω ομοιότητες, αναλογίες, αντιστοιχίες με κπ. ή με κτ.: Tα καλλιτεχνικά ρεύματα συγγενεύουν στην τεχνολογία και στα θέματα. Οι δύο γλώσσες συγγενεύουν μεταξύ τους. Οι ιδέες / οι απόψεις / οι θέσεις τους συγγενεύουν πολύ.

[συγγεν(ής) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες