Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συβαρίτης ο [sivarítis] Ο10 θηλ. συβαρίτισσα [sivarítisa] Ο27 : χαρακτηρισμός ατόμου που ζει εύκολη, μαλθακή και τρυφηλή ζωή.
[λόγ. < αρχ. Συβαρίτης `κάτοικος της Σύβαρης΄ σημδ. γαλλ. sybarite (στη νέα σημ.) < λατ. Sybarita < αρχ. Συβαρίτης (με βάση την ελνστ. σημ. σύβαρις `μαλθα κότητα΄)· λόγ. συβαρίτ(ης) -ισσα]