Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στύφτης
1 εγγραφή
στύφτης ο [stíftis] Ο10 : συσκευή ή μηχανισμός για το στύψιμο ιδίως λεμονιών ή πορτοκαλιών.

[στυπ- (στύβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες