Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στύφτης ο [stíftis] Ο10 : συσκευή ή μηχανισμός για το στύψιμο ιδίως λεμονιών ή πορτοκαλιών.
[στυπ- (στύβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[στυπ- (στύβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |