Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στορ το [stór] Ο (άκλ.) & στόρι το [stóri] Ο44 : 1. κουρτίνα από χοντρό ύφασμα που την κρεμούν σε παράθυρο για την προστασία του χώρου από τον ήλιο ή σε άλλο άνοιγμα, ως διαχωριστικό: Tραβώ / ανοίγω / κλείνω τα ~. 2. (συνήθ. πληθ.) εξώφυλλο παραθύρου από οριζόντιους ξύλινους ή πλαστικούς πήχεις που συνδέονται αρθρωτά μεταξύ τους, έτσι ώστε να τυλίγονται σε κύλινδρο· ρολό: Aνεβάζω / κατεβάζω τα στόρια. || βενετικά ~, οριζόντιες πλαστικές συνήθ. λωρίδες που συνδέονται αρθρωτά μεταξύ τους και που με τη βοήθεια του κατάλληλου μηχανισμού ανεβαίνουν (καθώς συμπτύσσονται) και κατεβαίνουν.
[λόγ. < γαλλ. store· στορ -ι για προσαρμ. στη δημοτ.]