Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στόμωση η [stómosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στομώνω· στόμω μα.
[ελνστ. στόμω(σις) `σκληρυμένος σίδηρος΄ -ση κατά τη σημ. του στομώνω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ελνστ. στόμω(σις) `σκληρυμένος σίδηρος΄ -ση κατά τη σημ. του στομώνω]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |