Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στόμωμα το [stómoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στομώνω. 1. το να χάσει ένα κοπτικό όργανο την οξύτητά του: Tο ~ του ψαλιδιού / του μαχαιριού / του ξίφους. 2. (μτφ., λογοτ.) απώλεια της οξύτητας ενός αισθήματος, συναισθήματος ή κατάστασης.
[ελνστ. στόμωμα `σκληρυμένος σίδηρος΄, κατά τη σημ. του στομώνω]



