Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στόλαρχος
1 εγγραφή
στόλαρχος ο [stólarxos] Ο20α : ο επικεφαλής πολεμικού στόλου.

[λόγ. < ελνστ. στόλαρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες