Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στωικισμός
1 εγγραφή
στωικισμός ο [stoikizmós] Ο17 : 1.η θεωρία και η διδασκαλία των στωικών φιλοσόφων (στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη). 2. η στωικότητα.

[λόγ. < γαλλ. stoicisme < stoiq(ue) = στωικ(ός) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες