Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στυφός
1 εγγραφή
στυφός -ή -ό [stifós] Ε1 : 1.που η ιδιάζουσα γεύση του προκαλεί προσωρινή ξηρότητα στο στόμα: Tα κυδώνια έχουν στυφή γεύση. Tο μπρούσκο κρασί είναι κάπως στυφό. 2. (μτφ.) που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα ή που είναι αποτέλεσμά τους: Στυφά λόγια. Στυφή έκφραση. Tα όσα συνέβησαν / ειπώθηκαν του άφησαν μια στυφή γεύση στο στόμα. στυφούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. στυφά ΕΠIΡΡ. στυφούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. στυφός· στυφ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες