Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στυπτικός -ή -ό [stiptikós] Ε1 : που επιφέρει συστολή
11. || (φαρμ.) που προκαλεί ελάττωση διάφορων παθολογικών εκκρίσεων: Στυπτικά φάρμακα για την ευκοιλιότητα. Ουσίες με στυπτικές ιδιότητες. [λόγ. < αρχ. στυπτικός]



