Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρόφιγγα
1 εγγραφή
στρόφιγγα η [strófiŋga] Ο28 : 1.μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού: Aνοί γω / κλείνω τη ~: α. επιτρέπω / διακόπτω τη ροή υγρού. β. ως έκφραση, αρχίζω / διακόπτω μια παροχή: Οι τράπεζες έκλεισαν τη ~ των στεγαστικών δανείων. 2. (συνήθ. πληθ.) ο μεντεσές: Σκουριασμένες στρόφιγγες. 3. ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κτ.

[λόγ. < αρχ. στρόφιγξ, ὁ (ελνστ. ), αιτ. -ιγγα (στη σημ. 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες