Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρόφαλος
1 εγγραφή
στρόφαλος ο [strófalos] Ο20α & στρόφαλο το [strófalo] Ο42 : (τεχνολ.) τμήμα μηχανισμού που επιτρέπει τη μετατροπή της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε περιστροφική και το αντίστροφο: Mηχανισμός / περιστροφή / ακτίνα στροφάλου.

[λόγ. < ελνστ. στρόφαλος, ὁ `σβούρα που περιστρέφεται με δύο σπάγγους και που χρησιμοποιόταν σε μαγικές τελετές΄, μσν. σημ.: `λαβή για περιστροφή αντικειμένου΄· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες