Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρόμβος ο [strómvos] Ο18 : 1.(φυσ.) κάθε σώμα σφαιρικού ή κυλινδρικού σχήματος που στρέφεται γύρω από τον άξονά του. || σβούρα. 2. ειδι κό εργαλείο με το οποίο συστρέφονται σκοινιά.
[λόγ. < αρχ. στρόμβος]