Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρόβιλος
1 εγγραφή
στρόβιλος ο [stróvilos] Ο19 : 1.(τεχνολ.) μηχανή που χρησιμοποιεί την ενέργεια (νερού, ατμού, αερίου κτλ.) για την παραγωγή μηχανικού έργου· τουρμπίνα: ~ ατμού. ~ αερίου. Yδραυλικός ~, υδροστρόβιλος. 2. (φυσ., μετεωρ.) περιστροφική κίνηση, δίνη ανέμου (ανεμοστρόβιλος) ή νερού (ρουφήχτρα).

[λόγ.: 2: ελνστ. στρόβιλος, αρχ. σημ.: `κτ. που στροβι λίζεται΄· 1: σημδ. γαλλ. turbine]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες