Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρυφνός
1 εγγραφή
στρυφνός -ή -ό [strifnós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) που είναι δύστροπος, ιδιότρο πος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Έχω ένα στρυφνό προϊστάμενο. 2. (για λόγο) που είναι δύσκολος στην κατανόηση: ~ συγγραφέας / ποιητής. Στρυφνό κείμενο / ύφος. Στρυφνή γλώσσα. στρυφνά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. στρυφνός `τραχύς΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες