Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρουθίο το [struθío] Ο39 : (λόγ.) το σπουργίτι.
[λόγ. < αρχ. στρουθίον]
- στρουθιόμορφα τα [struθiómorfa] Ο42 : (ζωολ.) η πολυπληθέστερη τάξη πτηνών που περιλαμβάνει πολύ κοινά είδη όπως το σπουργίτι, το χελιδόνι, την καρδερίνα, το αηδόνι, τον κόρακα κ.ά.
[λόγ. στρουθί(ον) -ο- + -μορφα, ουδ. πληθ. του -μορφος μτφρδ. γαλλ. passériformes]