Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρουθί
3 εγγραφές [1 - 3]
στρουθί το [struθí] Ο43 : (λαϊκότρ.) 1. το μικρό σπουργίτι, το σπουργιτάκι. 2. κάθε μικρό πτηνό.

[αρχ. στρουθίον]

στρουθίο το [struθío] Ο39 : (λόγ.) το σπουργίτι.

[λόγ. < αρχ. στρουθίον]

στρουθιόμορφα τα [struθiómorfa] Ο42 : (ζωολ.) η πολυπληθέστερη τάξη πτηνών που περιλαμβάνει πολύ κοινά είδη όπως το σπουργίτι, το χελιδόνι, την καρδερίνα, το αηδόνι, τον κόρακα κ.ά.

[λόγ. στρουθί(ον) -ο- + -μορφα, ουδ. πληθ. του -μορφος μτφρδ. γαλλ. passériformes]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες