Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρογγυλοπρόσωπος
1 εγγραφή
στρογγυλοπρόσωπος -η -ο [strongiloprósopos] Ε5 : που έχει στρογγυλό πρόσωπο. ANT μακροπρόσωπος.

[λόγ. < αρχ. στρογγυλοπρόσωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες