Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στριπτίζ
4 εγγραφές [1 - 4]
στριπτίζ το [striptíz] Ο (άκλ.) : 1.νούμερο, συνήθ. σε νυχτερινό κέντρο, που εκτελείται από μια γυναίκα (ή περισσότερες), η οποία γδύνεται αργά, αισθησιακά με χορευτικές κινήσεις και με τη συνοδεία κατάλληλης μουσι κής: Tολμηρό ~. Kαλλιτέχνιδες του ~. || Aνδρικό ~. || (επέκτ.) ξεγύμνω μα μπροστά σε άλλους ανθρώπους: Aναγκάστηκε να βγάλει τα βρεμένα ρούχα του κάνοντας ένα ακούσιο ~. 2. παιχνίδι με χαρτιά, ποικιλία της πόκας. στριπτιζάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < αγγλ. strip-tease μέσω των γαλλ.]

στριπτιζάδικο το [striptizáδiko] Ο41 : (προφ.) χαρακτηρισμός νυχτερινού κέντρου στο οποίο εκτελούνται νούμερα στριπτίζ.

[στριπτίζ -άδικο]

στριπτιζέζ η [striptizéz] Ο (άκλ.) : η γυναίκα που επαγγελματικά εκτελεί νούμερα στριπτίζ.

[λόγ. < γαλλ. stripteaseuse]

στριπτιζού η [striptizú] Ο37 : (προφ.) η στριπτιζέζ.

[στριπτίζ -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες