Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στριμωχτός -ή -ό [strimoxtós] Ε1 : που τον έχουν στριμώξει, στριμωγμένος: Mπήκαν στο λεωφορείο στριμωχτοί.
στριμωχτά ΕΠIΡΡ. [στριμωκ- (στριμώχνω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]