Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στριγκός -ιά -ό [striŋgós] Ε2 : (για ήχο, φωνή) οξύς και διαπεραστικός: Στριγκιά φωνή. Ο ~ ήχος των φρένων.
[μσν. *στριγγός < ελνστ. στριγγ- (στρίγξ) `κουκουβάγια΄ (δες στο στρίγκλα) -ός]