Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στριγκλιά
4 εγγραφές [1 - 4]
στριγκλιά η [striŋglá] Ο24 : 1.οξεία και διαπεραστική κραυγή (ανθρώπων και ορισμένων ζώων): Οι στριγκλιές της ξεσήκωσαν την πολυκατοι κία. Άκουσα τις στριγκλιές του γουρουνιού, την ώρα που το έσφαζαν. 2. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από κακία, από μοχθηρία.

[μσν. στριγγιά < ελνστ. στριγγ- (στρίγξ) `κουκουβάγια΄ (δες στο στρίγκλα) -ιά παρετυμ. στρίγκλα]

στριγκλιάζω [striŋglázo] Ρ2.1α : (οικ.) γίνομαι κακός, δύστροπος: Tι τον έπιασε και στρίγκλιασε ξαφνικά;

[στριγκλ(ιά) -ιάζω]

στριγκλιάρης -α -ικο [striŋgláris] Ε9 : (οικ.) που είναι κακός, δύστροπος: Στριγκλιάρικο παιδί. || (ως ουσ.).

[στριγκλι(ά) -άρης]

στριγκλιάρικος -η -ο [striŋglárikos] Ε5 : (οικ.) που χαρακτηρίζει το στριγκλιάρη: Mια στριγκλιάρικη φωνή.

[στριγκλιάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες