Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατηγός
1 εγγραφή
στρατηγός ο [stratiγós] Ο17 θηλ. στρατηγίνα [statijína] Ο26 στη σημ. 1β : 1α. ο ανώτατος βαθμός στην ιεραρχία του στρατού ξηράς, τον οποίο στην Ελλάδα φέρει μόνο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Aμύνης, όποτε προέρχεται από το στρατό ξηράς. || (επέκτ.) αυτός που έχει το βαθ μό του υποστρατήγου ή του αντιστρατήγου: Περιμένουμε το στρατηγό για επιθεώρηση. || όταν προσφωνούμε στρατηγό, αντιστράτηγο ή υποστράτηγο ή όταν αναφερόμαστε σε αυτόν: Στρατηγέ! Εξυπηρέτησε το στρατηγό! (έκφρ.) ~ χωρίς στράτευμα, για κπ. που κατέχει μια θέση χωρίς να έχει τις δυνατότητες να δράσει ανάλογα. β. (θηλ., οικ.) γυναίκα στρατηγού. 2. στην αρχαία Aθήνα, καθένας από τους δέκα αιρετούς άρχοντες που είχαν την ηγεσία του στρατού και του στόλου.

[λόγ. < αρχ. στρατηγός· στρατηγ(ός) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες